- πολυδοντικός
- -ή, -ό, Νχημ. χαρακτηρισμός κάθε υποκαταστάτη συμπλόκων που είναι σε θέση να δεσμεύσει δύο ή περισσότερες θέσεις μοριακής σύνταξης τού κεντρικού ατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polydentate < poly- (< πολυ-*) + -dentate (< λατ. dens, -ntis «δόντι»)].
Dictionary of Greek. 2013.